- καλοστοχάζομαι
- σκέπτομαι καλά, μελετώ και εξετάζω κάτι με προσοχή, αναλογίζομαι, διανοούμαι εις βάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοστοχάζομαι — καλοστοχάστηκα, καλοστοχασμένος, σκέφτομαι καλά, μελετώ με προσοχή: Δεν καλοστοχάστηκες τις συνέπειες που έχει μια τέτοια πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)